1 ἀνώϊστος, -ον
I
τῷ δ' ἄρ' ἀνώϊστον κακὸν ἤλυθε δῖος ἈχιλλεύςIl.21.39, cf. Od.3.306 (ap. crít.),
μῦθοςA.R.3.670,
πότμοςA.R.3.800,
βέλεαMosch.2.75.
2 que pasa inadvertido
πόλειςhex. en Ps.Hdt.Vit.Hom.212,
χρόνοςel tiempo que pasa insensiblemente, AP 7.564.3.
II adv. -ως inesperadamente
ὅμιλος ἀνωίστως ἐφικάνειA.R.1.680.